- οὑργάτης
- οὑργάτης, [dialect] Att. crasis for ὁ ἐργάτης, S.Ant.252.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οὑργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)